δυσδίοδος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδίοδος Medium diacritics: δυσδίοδος Low diacritics: δυσδίοδος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΔΟΣ
Transliteration A: dysdíodos Transliteration B: dysdiodos Transliteration C: dysdiodos Beta Code: dusdi/odos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, intransitable ἡ πάροδος Plb.5.7.10, c. dat. ἡ πορεία ... στρατοπέδοις Plb.3.61.3
de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).

Greek Monolingual

δυσδίοδος, -ον (Α)
αυτός από όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία.