δωδεκάπαλαι
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
Adv.
A twelve times πάλαι, ever so long ago, Ar.Eq.1154; cf. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.
German (Pape)
[Seite 694] vor zwölfmal langer Zeit, Ar. Equ. 1150, in komischer Steigerung.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάπᾰλαι: ἐπίρρ., δωδεκάκις πάλαι, πρὸ πλείστου ὅσου χρόνου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154· πρβλ. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis des siècles.
Étymologie: δώδεκα, πάλαι.
Spanish (DGE)
adv. durante un tiempo doce veces viejo e.d. hace muchísimo tiempo δεκάπαλαι γε καὶ δ. καὶ χιλιόπαλαι Ar.Eq.1154.
Greek Monolingual
δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)
δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.