ἐκλευκαίνω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε
A dash the white spray off the oar, E.IT1387. II Pass., become quite white, Thphr.CP5.9.9, Thd. Da.12.10.
German (Pape)
[Seite 767] ganz weiß machen, Sp. – Pass., ganz weiß, bleich werden, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλευκαίνω: λάβεσθε κώπης ῥόθιά τ’ ἐκλευκαίνετε, πιάστε τὰ κουπιὰ καὶ κάμετε τὰ κύματα νὰ ἀσπρίσουν, Εὐρ. Ι. Τ. 1387· (τὸ χωρίον τοῦτο πολλὰ πράγματα παρέσχε τοῖς κριτικοῖς· ἡ παλαιὰ γραφὴ ἦτο: λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τε λευκαίνετε, ἣν κατὰ διαφόρους τρόπους διώρθωσαν. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ). ΙΙ. Παθ., γίνομαι κατάλευκος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.
French (Bailly abrégé)
faire blanchir ; Pass. devenir tout à fait blanc.
Étymologie: ἐκ, λευκαίνω.
Spanish (DGE)
1 tr. emblanquecer las aguas del mar con los remos ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε E.IT 1387
•fig. aclarar, poner en claro τοῦ λόγου τὴν ὑπόθεσιν Ath.Al.M.28.969D, en v. pas., Cyr.Al. en Thdt.Ep.Sirm.112 (p.54.1).
2 intr., en v. med.-pas. ponerse blanquecino τὰ δένδρα por exceso de humedad, Thphr.CP 5.9.9, c. dat. de causa τὸ ἐνστόμιον ὑγρὸν τῷ πνεύματι Clem.Al.Paed.1.6.40
•fig., relig. blanquearse, purificarse LXX Da.12.10θ, Thd.11.35.
Greek Monolingual
(AM ἐκλευκαίνω)
1. κάνω κατάλευκο κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφηνίζω.