ἐπιτέρπομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτέρπομαι Medium diacritics: ἐπιτέρπομαι Low diacritics: επιτέρπομαι Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epitérpomai Transliteration B: epiterpomai Transliteration C: epiterpomai Beta Code: e)pite/rpomai

English (LSJ)

Ep. Verb (also in later Prose, Agath.3.21),

   A rejoice or delight in, ἄλλος ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Od.14.228, cf. Hes.Th.158 ; ἵπποις Pi.O.5.22 ; ἀγαθοῖς Thgn.1218 ; ἐπιτέρπεσθαι θυμόν h.Ap.204 ; Δήλῳ ἐ. ἦτορ ib. 146 : c. inf., AP9.766 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτέρπομαι: Παθ., Ἐπικ. ῥῆμα, τέρπομαι ἐπί τινι, ἄλλοισιν ἀνὴρ ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 166, Ἡσ. Θεογ. 158, Πινδ. Ο. 5. 51, Θέογν. 1218· ἐπιτέρπεσθαι θυμὸν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 204· Δήλῳ ἐπ. ἦτορ αὐτόθι 146· μετ’ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 9. 766.

English (Autenrieth)

take pleasure in, Od. 14.228†.

English (Slater)

ἐπῐτέρπομαι
   1 delight in c. dat. σε, Ὀλυμπιόνικε, Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον (O. 5.22)

Greek Monolingual

(AM ἐπιτέρπομαι) τέρπομαι
μσν.
φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» — χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι
αρχ.
ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαιἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.).