ἡλιοστιβής

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡλιοστῐβής Medium diacritics: ἡλιοστιβής Low diacritics: ηλιοστιβής Capitals: ΗΛΙΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: hēliostibḗs Transliteration B: hēliostibēs Transliteration C: iliostivis Beta Code: *(hliostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A sun-trodden, ἀντολαί A.Pr.791.

German (Pape)

[Seite 1163] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοστῐβής: -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
parcouru, càd éclairé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, στείβω.

Greek Monolingual

ἡλιοστιβής, -ές (Α)
αυτός που πατιέται από το άρμα του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- της ρίζας στειβ- (πρβλ. πεδο-στιβής, χθονο-στιβής)].