θυραυλέω
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
(αὐλή)
A live in the open air, camp out, Pl.Plt.272a,Lg. 695a, X.Oec.7.30, Isoc.6.76, etc.; esp. in war, keep the field, Arist.Pol. 1319a24, D.H.9.15, Plu.Caes.17, etc. II wait at another's door, of visitors, POxy.471.72 (ii A.D.); freq. of lovers waiting on their mistresses, Plu.2.759b, Ph.1.306, etc.; ὁ θυραυλῶν Ἔρως Plot.6.5.10.
German (Pape)
[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien, im Felde verweilen, liegen, Tim. lex. Plat. ἔξω τῶν θυρῶν αὐλίζεσθαι καὶ ἀναστρέφεσθαι; bes. von Soldaten; δυναμένους θυραυλεῖν καὶ ἀγρυπνεῖν Plat. Legg. III, 695 a; γυμνοὶ δὲ καὶ ἄστρωτοι θυραυλοῦντες τὰ πολλὰ ἐνέμοντο Polit. 272 a; Xen. Oec. 7, 30 setzt μένειν ἔνδον entgegen. Vgl. noch Arist. pol. 6, 4 Plut. Ant. 40 D. Hal. 9, 15. Bes. auch vor der Thür der Geliebten die Nacht zubringen, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 145.
Greek (Liddell-Scott)
θῠραυλέω: ζῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον, διατρίβω ἐκτὸς τῆς οἰκίας εἰς ἀνοικτὸν τόπον, Πλάτ. Πολιτ. 272Α, Νόμ.. 695Α, Ξεν. Οἰκ. 7, 30, Ἰσοκρ. 132Α, κτλ.· ἰδίως ἐν πολέμῳ, ζῶ ἐν στρατοπέδῳ, Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11. Πλούτ. Καίσαρι 17, κτλ. ΙΙ. αὐλίζομαι ἢ περιμένω παρὰ τὴν θύραν τινός, ἐπὶ ἐραστῶν ἀναμενόντων τὰς ἐρωμένας αὐτῶν, Πλούτ. 2. 759Β, Φίλων 1. 306, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ Ruhnk. εἰς Τίμ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 passer la nuit à la porte de qqn;
2 camper ou coucher en plein air en parl. de troupes;
3 p. ext. vivre en plein air, rester sur sa porte (à ne rien dire, à bavarder, etc.).
Étymologie: θύραυλος.