Κασσιτερίδες
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ων, αἱ,
A the Cassiterides or tin-islands, prob. the Scilly Islands, Hdt.3.115, cf. Str.2.5.15 and 30, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Κασσῐτερίδες: -ων, αἱ, ἤτοι αἱ παράγουσαι κασσίτερον νῆσοι, (ἴδε ἐν λ. κασσίτερος), Ἡρόδ. 3. 115· προβλ. Στράβ. 120, 129, κλ.
French (Bailly abrégé)
ίδων (αἱ) :
les Cassitérides.
Étymologie: κασσίτερος.