καταρρακόω

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρᾰκόω Medium diacritics: καταρρακόω Low diacritics: καταρρακόω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΚΟΩ
Transliteration A: katarrakóō Transliteration B: katarrakoō Transliteration C: katarrakoo Beta Code: katarrako/w

English (LSJ)

   A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.