καυτός

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτός Medium diacritics: καυτός Low diacritics: καυτός Capitals: ΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: kautós Transliteration B: kautos Transliteration C: kaftos Beta Code: kauto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v. καυστός.

Greek (Liddell-Scott)

καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)