ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: κῠνόμυια | Medium diacritics: κυνόμυια | Low diacritics: κυνόμυια | Capitals: ΚΥΝΟΜΥΙΑ |
Transliteration A: kynómyia | Transliteration B: kynomuia | Transliteration C: kynomyia | Beta Code: kuno/muia |
ἡ,
A v. κυνάμυια. II = ψύλλιον, Dsc.4.69.
κῠνόμυια: ἡ, ἴδε κυνάμυια.
ας (ἡ) :
c. κυνάμυια.
κυνόμυια, ἡ (Α)
1. κυνάμυια
2. το φυτό ψύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + μυῖα «μύγα» (πρβλ. χαλκό-μυια)].