λύγξ

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγξ Medium diacritics: λύγξ Low diacritics: λυγξ Capitals: ΛΥΓΞ
Transliteration A: lýnx Transliteration B: lynx Transliteration C: lygks Beta Code: lu/gc

English (LSJ)

(A), ὁ, ἡ, gen. λυγκός (λύγγα in E.Fr.863 is perh.

   A f.l. for λύγκα, but cf. λύγγιος):—lynx, Felis lynx, h.Hom.19.24; βαλιαὶ λύγκες E.Alc.579 (lyr.), cf. Arist.HA500b15, Thphr.Fr.175, etc.    II caracal, Felis caracal, Ael.NA14.6, Opp.C.3.85, etc. (cf. λυγγούριον). (OHG. luhs, Germ. luchs, Lith. lúšis.)
λύγξ (B), ἡ, gen. λυγγός, (λύζω)

   A hiccup, Hp.Aph.5.58, al., Pl.Smp. 185d; λ. κενή an ineffectual retching, Th.2.49, cf. Aret CA2.4: masc. in pl., τοῖς λυγξί Gal.1.356, but fem. in Id.15.846.    II λύγγα θηρατηρίαν dub. l. in S.Fr.474.1.

German (Pape)

[Seite 67] υγγός, ἡ, der Schlucken; Thuc. 2, 49, παῦσαί με τῆς λυγγός Plat. Conv. 185 d, wo er auch sagt τυχεῖν αὐτῷ τινα λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν. – Auch das Schluchzen, Weinen, Sp. λυγκός, ὁ, ἡ, der Luchs; H. h. 18, 24; βαλιαί, Eur. Alc. 582; Opp. Cyn. 3, 85; Arist. u. A. – Spätere scheinen den gen. auch λυγγός gebildet zu haben, s. Jacobs Anth. Pal. p. 91.

Greek (Liddell-Scott)

λύγξ: ὁ, ἡ, γεν. λυγκὸς (λύγγα ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 855 εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λύγκα)· σαρκοφάγον τι ζῷον, Felis lynx, Ὁμ. Ὕμν. 18. 24· βαλιαὶ λύγκες Εὐρ. Ἄλκ. 579, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33, κτλ. (Ἀρχ. Γερμ. luhs, Γερμ. luchs, Λιθ. luszis). - Πρβλ. Ἡρῳδιαν. Β΄, 758. 32.

French (Bailly abrégé)

1γκός (ὁ) :
lynx, loup cervier, animal.
Étymologie: R. Λυχ, briller, à cause des yeux perçants du lynx.
2γγός (ἡ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, sangloter.

Spanish

lince

Greek Monolingual

(I)
ο (Α λύγξ, -γκός, και -γγός, ο, η)
βλ. λύγκας.———————— (II)
ο (Α λύγξ, -γγός, η, και, σπαν., ο)
λόξυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγγ- του λύζω. (Για τη σχέση μεταξύ λύζω και λύγξ βλ. λύζω)].