μεταμέλπομαι
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
A sing or dance among, τισι h.Ap.197.
German (Pape)
[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλω ἢ χορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.
French (Bailly abrégé)
chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.
Greek Monolingual
μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].