μοιχίδιος
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, = sq., Ael.NA12.16. II begotten in adultery, Hecat.369 J., Hdt. 1.137, Hyp.Fr.42, Ph.1.598, Luc.DDeor.22.1.
German (Pape)
[Seite 198] ehebrecherisch, Ael. N. A. 12, 16; aus einem Ehebruch entsprungen, Her. 1, 137 u. Sp., wie Luc. D. D. 22, 1; Hecat. u. Hyperid. bei Suid., der es erkl. ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένος.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d’adultère;
2 né d’un adultère.
Étymologie: μοιχός.
Greek Monolingual
μοιχίδιος, -ία, -ον (Α)
μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ίδιος (πρβλ. κουρ-ίδιος)].