οἴεος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴεος Medium diacritics: οἴεος Low diacritics: οίεος Capitals: ΟΙΕΟΣ
Transliteration A: oíeos Transliteration B: oieos Transliteration C: oieos Beta Code: oi)/eos

English (LSJ)

α, ον,

   A of or from a sheep, διφθέραι sheep-skins, Hdt.5.58 ; τυροί SIG1027.13 (Cos): hence ὀέα (q. v.) and οἰίας (with dial. change of -εα- to -ία-) · τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα (leather coats for sheep, brats), Hsch. (Skt. avyáyas, Adj. from ávis = ὄϝις 'sheep'.)

Greek (Liddell-Scott)

οἴεος: -α, -ον, (οἶς) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον ἢ ἐκ προβάτου, διφθέρα Ἡρόδ. 5. 58· - ὡσαύτως ὀέα (ἐξυπ. δορά), δέρμα προβάτου, «μηλωτὴ» Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ «οἰίας (δηλ. οἰείας)· τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de brebis ; subst.οἰέη (δορά) peau de brebis.
Étymologie: οἶς.

Greek Monolingual

οἴεος, -έα, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. -εος (πρβλ. ταύρ-εος)].