οἰστρήλατος

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρήλᾰτος Medium diacritics: οἰστρήλατος Low diacritics: οιστρήλατος Capitals: ΟΙΣΤΡΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: oistrḗlatos Transliteration B: oistrēlatos Transliteration C: oistrilatos Beta Code: oi)strh/latos

English (LSJ)

ον,

   A driven by a gadfly, δεῖμα A.Pr.580 (lyr.), cf. E.Oxy.2078 Fr.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρήλᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴστρου κεντούμενος, διωκόμενος, δεῖμα Αἰσχύλ. Πρ. 580· πρβλ. οἰστροδίνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourmenté par la piqûre d’un taon ; fig. furieux, affolé.
Étymologie: οἶστρος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)
(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
νεοελλ.
μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].