Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόπολις

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόπολις Medium diacritics: ὁμόπολις Low diacritics: ομόπολις Capitals: ΟΜΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: homópolis Transliteration B: homopolis Transliteration C: omopolis Beta Code: o(mo/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A from or of the same city or state, Plu.2.276b, etc. : poet. ὁμόπτολις S.Ant.733.

German (Pape)

[Seite 339] aus derselben Stadt, aus demselben Staate, Plut. quaest. Rom. 47.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόπολις: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως, συμπολίτης, Πλούτ. 2. 276Β, κτλ.· ποιητ. ὁμόπτολις, Σοφ. Ἀντ. 733.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
de la même ville ou de la même cité.
Étymologie: ὁμός, πόλις.

Greek Monolingual

ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, της ίδιας πόλης, συμπολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πόλις.