οὐδετέρωσε

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδετέρωσε Medium diacritics: οὐδετέρωσε Low diacritics: ουδετέρωσε Capitals: ΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: oudetérōse Transliteration B: oudeterōse Transliteration C: oudeterose Beta Code: ou)dete/rwse

English (LSJ)

Adv.

   A to neither of two sides, neither way, οὐδ' ἄρα τε προκυλίνδεται οὐ. Il.14.18; οὐ. κλινόμενος Thgn.945; οὐ. ῥέπει Str.2.1.11. (Perh. οὐδ' ἑτέρωσε shd. be written everywhere.)

German (Pape)

[Seite 410] nach keiner von beiden Seiten hin, Il. 14, 18, von Bekker getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδετέρωσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδέτερον μέρος, οὔτε πρὸς τὸ ἓν οὔτε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, οὐδ’ ἄρα τε προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Ἰλ. Ξ. 18· εἶμι παρὰ στάθμην ὀρθὴν ὁδόν, οὐδετέρωσε κλινόμενος Θέογν. 945· οὐδ. ῥέπει Στράβ. 71.

French (Bailly abrégé)

adv.
ni vers l’un ni vers l’autre des deux côtés.
Étymologie: οὐδέτερος, -σε.

English (Autenrieth)

in neither direction, Il. 14.18†.

Greek Monolingual

οὐδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].