παραπέτασμα

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτασμα Medium diacritics: παραπέτασμα Low diacritics: παραπέτασμα Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ
Transliteration A: parapétasma Transliteration B: parapetasma Transliteration C: parapetasma Beta Code: parape/tasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is spread before a thing, hanging, curtain, παραπετάσματα ποικίλα Hdt.9.82 ; π. Μηδικά Ar.Ra.938 ; τὸ π. τὸ Κύπριον Id.Fr.611 ; π. λιτόν IG12.330.6 : metaph., screen, cover, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Pl.Prt.316e, cf. D.45.19 ; τὰ χρήματα . . π. τοῦ βίου Alex.340 ( = Antiph.327) ; εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4.    II pl., mantlets, Agath.3.7.

German (Pape)

[Seite 493] τό, das Vorgebreitete, der Vorhang; Ar. Ran. 938; Her. 9, 82; Diphil. bei Ath. VI, 225 b; Plut. Artax. 5 u. a. Sp.; Vorwand, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, Plat. Prot. 316 e; παραπετάσματι χρησάμενοι τῇ προκλήσει, Dem. 45, 19, zum Vorwand brauchen.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτασμα: τό, ὅ,τι ἐκτείνεται ἀναπεπταμένον ἐνώπιόν τινος, παραπέτασμα, παραπετάσματα ποικίλα, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Μαρδονίου, Ἡρόδ. 9. 82· παρ. Μηδικὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 938· τὸ π. τὸ Κύπριον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 513. - μεταφορ., πρόσχημα, προκάλυμμα, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Πλάτ. Πρωτ. 316Ε, πρβλ. Δημ. 1107. 1· τὰ χρήματα .. π. τοῦ βίου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 41· εἶχε δὲ παραπέτασμα τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπετάσματα· παρακαλύμματα».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 tenture;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρά, πετάννυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραπετάννυμαι
1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.)
2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «σιδηρούν παραπέτασμα» ἡ, Απλώς, «παραπέτασμα» — όρος που καθιερώθηκε διεθνώς μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του 1980 και δήλωνε τη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες οι οποίες βρίσκονταν υπό την επιρροή της, λόγω τών φραγμών που υπήρχαν στην κυκλοφορία ανθρώπων και ιδεών μεταξύ τών χωρών αυτών, αφ' ενός, και τών δυτικών χωρών αφ' ετέρου
(μσν-αρχ.) στον πληθ. τα παραπετάσματα
χλαμύδες, μανδύες.