παρεμπολάω
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
A traffic underhand in a thing, smuggle it in, π. γάμους dub. in E.Med.910 ; πολίτης παρημπολημένος an intrusive citizen, Com.Adesp.96.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, heimlich od. fälschlich einführen; γάμους, Eur. Med. 910, neben der rechtmäßigen Ehe eine andere eingehen; dah. παρημπολημένος, ein eingeschwärzter, unächter Bürger, Poll. 3, 56, = παρεγγεγραμμένος.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπολάω: ἐμπορεύομαί τι λαθραίως, κρυφίως, π. γάμους Εὐρ. Μήδ. 910· πολίτης παρημπολημένος, ψευδῶς ἐγγεγραμμένος ὡς τοιοῦτος, ὡς τὸ παρέγγραπτος, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 56, πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 5. σ. 123.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
glisser frauduleusement dans une vente ; p. ext. introduire frauduleusement, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπολάω.