περιρροή

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρροή Medium diacritics: περιρροή Low diacritics: περιρροή Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΗ
Transliteration A: perirroḗ Transliteration B: perirroē Transliteration C: perirroi Beta Code: perirroh/

English (LSJ)

ἡ,

   A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ . . ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e.    II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d’un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.