πολύθρηνος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον,
A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902. II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d’un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιό-θρηνος)].