πολυεύχετος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ον, = foreg. 1, h.Cer.165.
German (Pape)
[Seite 662] wie πολύευκτος, viel oder sehr gewünscht, H. h. Cer. 165.
Greek (Liddell-Scott)
πολυεύχετος: -ον, = πολύευκτος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 165.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -εύχετος (< εὔχομαι), πρβλ. απ-εύχετος].