πρόσορος

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορος Medium diacritics: πρόσορος Low diacritics: πρόσορος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΟΣ
Transliteration A: prósoros Transliteration B: prosoros Transliteration C: prosoros Beta Code: pro/soros

English (LSJ)

ον, Ion. πρόσουρος Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—

   A adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον shd. be read.

German (Pape)

[Seite 775] ion. πρόσουρος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 2, 12. 18. 3, 97. 102. 5, 49; auch Soph. Phil. 686 hat die ion. Form πρόσουρος; Xen. Cyr. 6, 1, 17 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορος: -ον, ἴδε πρόσουρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 limitrophe de, τινι;
2 confiné dans la solitude, solitaire.
Étymologie: πρός, ὅρος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πρόσουρος, -ον, Α
αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ορος / -ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμ-ορος].