πυρεῖον

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεῖον Medium diacritics: πυρεῖον Low diacritics: πυρείον Capitals: ΠΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: pyreîon Transliteration B: pyreion Transliteration C: pyreion Beta Code: purei=on

English (LSJ)

Ion. πυρ-ήϊον, τό, mostly in pl.,

   A firesticks, h.Merc.111, S.Ph. 36, Thphr.HP5.3.4, D.S.5.67, etc.; τάχ' ἂν . . τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R.435a; πυοεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.VH1.32; the stationary piece was called ἐσχάρα, the drill τρύπανον, Thphr.Ign.64.    II sg., earthen pan for coals (= θυμιατήριον, Hsch. (πυρίον), Phot., Suid.), LXXEx.27.3: pl., ib.2 Ch.4.11,21.

German (Pape)

[Seite 821] τό, ion. πυρήϊον, im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεῖον: Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, ἔνθαπανάρχαιος οὗτος τρόπος τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο ἐσχάραστορεύς, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ταχέως στρεφόμενον ἐκαλεῖτο τρύπανον, Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ἀγγεῖον κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= θυμιατήριον, Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l’un contre l’autre pour allumer du feu.
Étymologie: πῦρ.