σχεδίην
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of Place,
A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν. II of Time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.
English (Autenrieth)
(ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. τοπ. από κοντά
2. χρον. α) γρήγορα
β) αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. -ην της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί-ην)].