συνεκτίκτω
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A bring forth together, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις produce food simultaneously with the young, as oviparous animals do, Arist. GA774b30, cf. Pol.1256b10, cj. in Pl.Tht.156b.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. τίκτω), mit od. zugleich gebären, ὠά, zugleich Eier legen, Arist. gen. an. 3, 2, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτίκτω: τίκτω, γεννῶ ὁμοῦ, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις, τίκτειν τροφὴν μετὰ τοῦ τικτομένου ζῴου, ὡς γίνεται παρὰ τοῖς ᾠοτόκοις τῶν ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 9, πρβλ. Πολιτικ. 1. 8, 10.
French (Bailly abrégé)
enfanter ou produire en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκτίκτω.
Greek Monolingual
Α
γεννώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»].