ταρβαλέος
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
α, ον, (τάρβος)
A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331. II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.
German (Pape)
[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.
Greek (Liddell-Scott)
ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.
Greek Monolingual
-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].