τειχισμός
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
ὁ,
A = τείχισις, Th.5.82, 6.44, etc.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, = τείχισις; Thuc. 5, 82. 6, 44, Pol. 5, 93, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τειχισμός: ὁ, = τείχισις, Θουκ. 5. 82., 6. 44, Δημ. 325, 23, Πολύβ. 5. 93, 5, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. τείχισις.
Étymologie: τειχίζω.