ταὐτό
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
German (Pape)
[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).