τετρόργυιος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ον,
A of four fathoms, AP6.223 (Antip.): cf. τετρώρυγος.
German (Pape)
[Seite 1100] = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τετρόργυιος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 6. 223· ἴδε τετρώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τετραόργυιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. τετραόργυιος.