τραυλός

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλός Medium diacritics: τραυλός Low diacritics: τραυλός Capitals: ΤΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: traulós Transliteration B: traulos Transliteration C: travlos Beta Code: traulo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mispronouncing letters, lisping, stammering, Hp. Aph.6.32, Call.Com.19, PSI3.220.18 (iii A. D.), etc.; esp. of children, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τ. Hdt.4.155, cf. Arist.Aud.801b7, Pr.902b22.    II of the swallow, twittering, APl.4.141 (Phil.); τραυλὰ μινύρεσθαι AP9.70 (Mnasalc.), cf. 57 (Pamphil.).    III τὸ τ. τῶν λίθων the oily quality in stones, Olymp.Alch.p.97 B.

German (Pape)

[Seite 1135] lispelnd, schnarrend, der einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann; Her. 4, 155, Ggstz τορός; Plut. de Pyth. orac. 22. – Uebtr., zwitschernd, von der Schwalbe, Anth., z. B. Mnasalc. 9 (IX, 70).

Greek (Liddell-Scott)

τραυλός: -ή, -όν, ὁ κακῶς προφέρων γράμμα τι, κυρίως ὁ προφέρων τὸ ρ ὡς λ, ψευδός, «τσηβδός», Λατιν. balbus, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 3, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ παιδίων, παῖς ἰσχνόφωνος καὶ τρ. Ἡρόδ. 4. 155, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 21, Προβλ. 11. 30, 2, πρβλ. τραυλίζω, ψελλός. ΙΙ. ἐπὶ τῆς χελιδόνος, τραυλὰ μινυρομένα, Πανδιονὶ παρθένε... χελιδὼν Ἀνθ. Παλατ. 9. 70· τραυλὲ χελιδὼν Ἀνθ. Πλαν. 141. (Πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ.· πρβλ. τὸ Ἀγγλ. trawl).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui bégaie, qui balbutie.
Étymologie: DELG étym. obscure ; pê harmonie imitative du blésement, qui consiste à confondre ρ et λ.
Par. βάτταλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τραυλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τρευλός, -ή, -ό, Ν
αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός
νεοελλ.
βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) αυτό που τερετίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκαμβός) και επίθημα -λός που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (πρβλ. σιφ-λός, τυφ-λός, χω-λός). Η λ. θα μπορούσε, κατά μία άποψη, να ερμηνευθεί ως προϊόν ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. τραῦμα. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, όχι τόσο πιθανή, η λ. τραυ-λός έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη αποβολή του -σ-) από έναν αμάρτυρο τ. τρασύς, ο οποίος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»].