ὑπερδικέω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
Boeot. ὁπερδικίω (q. v.),
A plead for, act as advocate for, τοῦ λόγου Pl.Phd.86e; τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς advocatest acquittal for him, A.Eu.652; ὑ. ὑπέρ τινος D.C. 38.10: abs., Plu.2.694e.
German (Pape)
[Seite 1194] vor Gericht für Einen sprechen, ihn vertheidigen; πῶς γὰρ τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς Aesch. Eum. 622; τοῦ λόγου Plat. Phaed. 86 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδῐκέω: συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς συνήγορος, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, Πολυδ.