φοιβάς

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβάς Medium diacritics: φοιβάς Low diacritics: φοιβάς Capitals: ΦΟΙΒΑΣ
Transliteration A: phoibás Transliteration B: phoibas Transliteration C: foivas Beta Code: foiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
prêtresse de Phœbos ; p. ext. prêtresse inspirée, prophétesse.
Étymologie: Φοῖβος.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
φοιβάς
(ενν. τέχνη) η ιατρική
αρχ.
1. ιέρεια του Φοίβου
2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα
3. (με σημ. επιθ.) προφητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. 'Ερετρι-άς)].