Φρεαττώ
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
Greek (Liddell-Scott)
Φρεαττώ: ἢ Φρεατώ, οῦς, ἡ, δικαστήριον ἐν Πειραιεῖ, εἰς ὃ εἰσήγοντο δίκαι ἐπὶ ἀνθρωποκτονίᾳ ― τῶν μὲν κατηγορουμένων ὄντων ἐπὶ πλοίου τῶν δὲ δικαστῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς· μόνον κατὰ δοτ., ἐν Φρεαττοῖ Δημ. 645. 26., 646, 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 3, ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐν Φρεαττοῖ· ― ἡ ὀνομαστικὴ φέρεται Φρεαττὺς παρὰ Παυσ. 1. 28, 11.
Greek Monolingual
-οῦς, και Φρεαττύς, -ύος, ἡ, Α
δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι τους στην χώρα, γι' αυτό και τους κρατούσαν σε λέμβο στην παραλία, ενώ οι δικαστές τους δίκαζαν από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. φειδώ). Ο τ. Φρεαττύς με κατάλ. –ύς
(πρβλ. ἀχλ-ύς)].