φύγαδε
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
Adv., (φῠγή)
A to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.
German (Pape)
[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.
Greek (Liddell-Scott)
φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.
French (Bailly abrégé)
adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.
English (Autenrieth)
to flight. (Il.)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε), βλ. και λ. φύξ].