φοῖτος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοῖτος Medium diacritics: φοῖτος Low diacritics: φοίτος Capitals: ΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: phoîtos Transliteration B: phoitos Transliteration C: foitos Beta Code: foi=tos

English (LSJ)

ὁ,

   A a repeated going or coming: metaph., wandering of mind, σὺν φοίτῳ φρενῶν A.Th.661.

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. – Uebertr., Wahnsinn, Raserei, Wuth, Aesch. σὺν φοίτῳ φρενῶν Spt. 643; auch bacchischer Wahnsinn, Schol. Ap. Rh. 4, 55.

Greek (Liddell-Scott)

φοῖτος: ὁ, τὸ συνεχῶς φοιτᾶν που ἢ συχνάζειν· ― μεταφορ., περιπλάνησις τῆς διανοίας, μανία, παραφροσύνη, σὺν φοίτῳ φρενῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 661· οὕτω δὲ ὁ Ἕρμανν. γράφει φοῐτος ὀρθόρθιξ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 32. (Ὁ Κούρτ. τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως θεωρεῖ τὴν αὐτὴν καὶ τοῦ φύω, ἴδε Gr. Et. ἀρ. 4?7.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation incessante ; égarement de l’esprit.
Étymologie: R. Φυ, faire naître ; v. φύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. του φοιτῶ].