χαιρηδών

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρηδών Medium diacritics: χαιρηδών Low diacritics: χαιρηδών Capitals: ΧΑΙΡΗΔΩΝ
Transliteration A: chairēdṓn Transliteration B: chairēdōn Transliteration C: chairidon Beta Code: xairhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.

German (Pape)

[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.

Greek (Liddell-Scott)

χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
χαρά, ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του χαίρω, κατά το ἀλγ-ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)].