πολυφράδμων
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = πολυφραδής, A.R.1.1311, Opp.H.4.28, AP9.816, Tryph.455.
German (Pape)
[Seite 676] = πολυφραδής; Ἀφροδίτη, Opp. Hal. 4, 28; a. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1311; Nonn. D. 5, 135.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφράδμων: -ον, = πολυφραδής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1311, Ἁλ. 4. 24, Ἀνθ. Π. 9. 816.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (< φράζομαι), πρβλ. ομο-φράδμων.
Greek Monotonic
πολυφράδμων: -ον, = πολυφραδής, σε Ανθ.