νέα

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέα Medium diacritics: νέα Low diacritics: νέα Capitals: ΝΕΑ
Transliteration A: néa Transliteration B: nea Transliteration C: nea Beta Code: ne/a

English (LSJ)

Ion. acc. of ναῦς.    II v. νειός.

Greek (Liddell-Scott)

νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.

Greek Monolingual

νέα, ἡ (Α)
βλ. νειός.

Greek Monotonic

νέα: Ιων. αιτ. του ναῦς.