σκάλωμα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 888] τό, bei Pol. zw. Lesart für σκαίωμα, nicht ganz verwerflich, wenn man es in derselben Bdtg von σκαληνός ableitet, wonach es eigtl. σκαλήνωμα heißen müßte.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση
2. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόγου που έχει ισοπεδωθεί, δαμάκι
3. αγκίστρωση, πιάσιμο από αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια
4. μτφ. σκόνταμμα, σταμάτημα, ανακοπή
μσν.
κλίμακα από σχοινί
αρχ.
στον πληθ. τὰ σκαλώματα
οι γωνίες και οι καμπυλότητες του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «αναρρίχηση» < σκαλώνω].