μακροβιότης

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροβῐότης Medium diacritics: μακροβιότης Low diacritics: μακροβιότης Capitals: ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΣ
Transliteration A: makrobiótēs Transliteration B: makrobiotēs Transliteration C: makroviotis Beta Code: makrobio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr.HP4.13.2.

Greek (Liddell-Scott)

μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.

Greek Monotonic

μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.