προσκέπτομαι
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
A v. προσκοπέω.
German (Pape)
[Seite 769] vorher betrachten, überlegen; Her. 7, 10. 4, 177; Ar. Equ. 154; τινός, wofür, Eur. Phoen. 476; Thuc. 3, 57. – Perf. in passiver Bdtg, τῶν προειρημένων καὶ προεσκεμμένων, Plat. Rep. IV, 435 d; u. so ist auch Thuc. 8, 66 προὔσκεπτο für προὐσκέπτετο zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
προσκέπτομαι: ἀποθ., = προσκοπέω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
f. προσκέψομαι, ao. προὐσκεψάμην, pf. προέσκεμμαι, pqp. προὐσκέμμην;
considérer auparavant ; veiller à, acc..
Étymologie: πρό, σκέπτομαι.