ἐπιπαρορμάω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A stir up yet more, πρὸς τὸν πόλεμον Plu.2.118f.
German (Pape)
[Seite 968] noch dazu anregen zu Etwas, τινὰ πρός τι, Plut. consol. ad Apollon. p. 361.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῐπαρορμάω: ἔτι μᾶλλον παρορμῶ, παροτρύνω, πρός τε τὸν πόλεμον ἐπιπαρορμῶντα τοὺς Ἀθηναίους Πλούτ. 2. 118F.