τοξάριον
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of τόξον, Luc.DMort.14.2, Longus 1.7, al.
German (Pape)
[Seite 1128] τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
τοξάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τόξον, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 14. 2. Λόγγος 1, 7. 2) = τόξον Μαυρίκ. 1, 2, Λέοντ. Τακτ. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit arc.
Étymologie: τόξον.
Greek Monotonic
τοξάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του τόξου, σε Λουκ.