κορδυβαλλώδης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
enfoncé ou aplani à coups de hie.
Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.
Greek Monolingual
κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)
(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)
ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδης
η σίγηση του -λο- με συλλαβική ανομοίωση].