λογχήρης

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφ-ήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.