προμοιχεύω
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.
German (Pape)
[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.
Greek Monolingual
Α μοιχεύω
μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).