Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
Α(δωρ. τ.) προσκλύζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].