γυναικοκρατία

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυναικοκρᾰτία Medium diacritics: γυναικοκρατία Low diacritics: γυναικοκρατία Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: gynaikokratía Transliteration B: gynaikokratia Transliteration C: gynaikokratia Beta Code: gunaikokrati/a

English (LSJ)

( γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ,

   A dominion of women, Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -κράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.

Greek Monolingual

η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.