ὑποφωλεύω
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
A lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.
French (Bailly abrégé)
habiter dans des cavernes ; se cacher sous, τινι.
Étymologie: ὑπό, φωλεύω.
Greek Monolingual
Α
κρύβομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»].